-
1 προτερη-γενής
προτερη-γενής, ές, eher geboren, Callim. Iov. 58.
-
2 προτερηγενής
προτερη-γενής, ές, eher geboren -
3 πρότερος
πρότερος, der vor Andern od. Andern voran ist, ein von πρό gebildeter compar., wie πρῶτος der superl. dazu ist, – 1) von der Zeit, früher, eher, älter; Hom. u. Hes. öfter, auch mit dem Zusatz πρότερος γενεῇ, älter von Geburt, Il. 15, 166. 182; πρότερος γεγόνει, 13, 355; παῖδες, Kinder aus der frühern Ehe, Od. 15, 22, wie πρότερος πόσις, Il. 3, 163; ὅς με πρότερος κάκ' ἔοργεν, 351; τὸν πρότερος προςέειπεν, 5, 276 u. öfter; τῇ προτέρῃ, sc. ἡμέρᾳ, am vorigen Tage, Od. 16, 50, wie ἠοῖ τῇ προτέρῃ, Il. 13, 794; auch als compar. mit dem gen., ἐμέο πρότερος, früher als ich, 10, 124, πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων, Aesch. Eum. 553; u. in Prosa überall; τοῠ προτέρου βίου, Plat. Rep. X, 620 a; τοὺς παλαιο ύς τε καὶ προτέρους ἡμῶν, Hipp. mai. 282 b; auch da, wo wir das Adverbium setzen, προτέραν τοῠ ϑνητοῠ ἀπολομένην, Phaed. 86 d; Ggstz ὕστερος, Rep. V, 458 b; οἱ πρότεροι ἐπιόντες, Thuc. 1, 123; τοῖς προτέροις μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι, Xen. An. 1, 4, 12, vgl. 5, 4, 26; τῷ προτέρῳ ἔτει τῆς ἥττης, Pol. 2, 43, 6; ἐν τῇ προτέρᾳ βίβλῳ ταύτης, 3, 40, 7. – 2) vom Orte, weiter nach vorn, voran, weiter vorwärts, wie man Il. 16, 569. 17, 274 erklärt, ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς, wo auch an die Zeit zu denken ist; πρότεροι πόδες, Vorderfüße, Od. 19, 228. – 3) vom Range, von der Würde, vorangehend, vorzüglicher, πρότεροι ἡμῶν πρὸς τὰ τοῠ πολέμου, vorzüglicher als wir in Beziehung auf das Kriegswesen, Plat. Lach. 183 b; τῷ γένει, Isae. 1, 17. – Bes. häufig ist das neutr. πρότερον als adv. gebraucht, früher, eher, vorher, Her. u. Folgde; περὶ ὧν ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐπ οιοῠ, Plat. Prot. 317 e; πρότερον ἢ βασιλεῠσαι, Her. 7, 2, vorher, ehe er König war, u. sonst; aber auch ἤ c. verb. finit., 7, 54. 9, 87; πολλοὶ πρότερον τοῠ σώματος ἐπεϑύμησαν ἢ τὸν τρόπον ἔγνωσαν, Plat. Phaedr. 232 e; auch πρότερον πρὶν ἤ mit folgdm acc. c. inf., Her. 7, 116. 9, 16; u. c. verb. finit., 6, 45. 7, 8, 2. 9, 93; u. c. gen., ὀλίγον πρότερον τουτέων, 8, 95; τὸ πρότερον τῶν ἀνδρῶν τούτων, 2, 144. – Plut. vrbdt οὐ πρότερον ἀφῆκεν, εἰ μὴ ἐλϑεῖν τρεῖς τριήρεις, Lys. 10. – Oft tritt es zwischen Artikel u. Subst., ὁ πρότερον βασιλεύς, Her. 1, 84. 186; τὰ πρότερον ἀδική-ματα, 6, 87, wie αἱ πρότερον ἁμαρτίαι Ar. Equ. 1352; οἱ πρότερον, Plat. Prot. 319 d Rep. IV, 425 a u. Folgde; ἐκ τοῠ πρότερον χειμῶνος, Pol. 3, 54, 1. – Den komischen compar. προτεραίτερος s. oben.
-
4 ΓΈΝος
ΓΈΝος ( genus), τό, 1) Geschlecht, Stamm, bes. edles Geschlecht; Hom. Iliad. 6, 209 μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν, οἳ μέγ' ἄριστοι ἔν τ' Ἐφύρῃ ἐγένοντο καὶ ἐν Λυκίῃ εὐρείῃ; Odyss. 8, 583 ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφϑιτο Ἰλιόϑι πρὸ ἐσϑλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενϑερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέϑουσι μεϑ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν, Homerisch, αἷμα und γένος stehn παραλλήλως; Iliad. 13, 354 ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ' ἴα πάτρη, γένος und πάτρη stehn παραλλήλως; Odyss. 15, 533 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος (v. l. γένευς) βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰϑάκης; 17, 523 Κρήτῃ ναιετάων, ὅϑι Μίνωος γένος ἐστίν; 6, 35 ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον πάντων Φαιήκων, ὅϑι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ; 14, 199 sqq. ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔ. χομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰϑαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (var. lect. πάις, Scholl.) εὔχομαι εἶναι, accusat. γένος, in Bezug auf das Geschlecht; Iliad. 21, 186 φῆσϑα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρυρέοντος, αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι: γένος offenbar ganz gleichbedeutend mit γενεά; Odyss. 21, 335 πατρὸς δ' ἐξ ἀγαϑοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός; Iliad. 5, 896 ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί, ἐμοὶ δέ σε γείνα το μήτηρ, beide Sätze παραλλήλως; Odyss. 15, 267 ἐξ Ἰϑάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς. – Sp. Ep. gradezu = Vaterland, Call. Iov. 5; Dion. Per. 213; γένος μέν εἰμι τῆς περιῤῥύτου.Σκύρου Soph. Phil. 239; τὸ γένος ἐξ Ἐλέας Plat. Soph. 216 a; τὸ γένος ἀπ' ἐκείνων Thuc. 1, 126; οἱ γένει πολῖται, der Geburt nach, entggstzt ποιητοί, Dem. 23, 24, wie υἱός 44, 2. Uebh. die ganze Verwandtschaft, οἱ ἐν γένει Soph. O. R. 1430 u. öfter; vgl. Eur. Alc. 903; οἱ ἔξω γένους Soph. Ant. 656; ἐγγύτατα γένους εἶναι, sehr nahe verwandt sein, Aesch. Suppl. 388; γένει ἐγγυτάτω εἶναί τινι Dem. 43, 3. 44, 15; ἐγγὺς τοῦ γένους εἶναι, ein Verwandter sein, Xen. Hell. 4, 2, 9; γένει προςήκειν τινί An. 1, 6, 1. In att. Gerichtssprache = die Descendenten, οἱ συγγενεῖς = die Collateralen, s. Schömann zu Is. 458. In Athen: eine Abtheilung von Bürgern (30 γένη machen eine Phratrie aus), ohne daß sie verwandt zu sein brauchten. – 2) Sprößling, Nachkomme, Il. 19, 124 ἤδη ἀνὴρ γέγον' ἐσϑλός, ὃς Ἀργείοισιν ἀνάξει, Εὐρυσϑεὺς Σϑενέλοιο πάις Περσηιάδαο, σὸν γένος· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν; 6, 180 von der Chimära ἡ δ' ἄρ' ἔην ϑεῖον γένος, οὐδ' ἀνϑρώπων; von der Artemis 9, 538 ἡ δὲ χολωσαμένη, δῖον γένος, ἰοχέαιρα ὦρσεν ἔπι χλούνην σῦν; Odyss. 16, 401 οὐκ ἂν ἔγωγε κατακτείνειν ἐϑέλοιμι Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν; manche Stellen zweideutig, indem sich γένος auch eben so gut als accus. der näheren Bestimmung auffassen läßt, »in Bezug auf das Geschlecht«; s. z. B. Odyss. 4, 62 sq. οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων, ἀλλ' ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων. – Oefter bei Pind. u. Tragg.; seltner in Prosa, Her. 3, 159; Thuc. 1, 126; αὐτὸν καὶ γένος καὶ οἰκίαν Dem. 19, 71; D. Hal. 3, 47. – 3) Von Her. an Volksstamm, Volk; τὸ Δωρικὸν γένος 1, 56; bes. von adligen Geschlechtern, 1, 101. 2, 164; übh. Adel des Geschlechts, καὶ πλοῦτος καὶ κάλλος Plat. Gorg. 523 c; Legg. IV, 711 e; οἱ ἀπὸ γένους, Leute von Familie, Plut. Rom. 21 Cat. mai. 1. – 4) Geschlecht, als Inbegriff einer Menge, γένος ἀνδρῶν, ἀνϑρώπων; Hom. Iliad. 12, 23 ἡμιϑέων γένος ἀνδρῶν; von Thieren, Odyss. 20, 212 οὐδέ κεν ἄλλως ἀνδρί γ' ὑποσταχύοιτο βοῶν γενος εὐρυμετώπων; Iliad. 2, 852 ἐξ Ἐνετῶν, ὅϑεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων. – Hesiod. vom Stahl, Theog. 161 αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος τεῦξε μέγα δρέπανον. – Tragg.; ϑεῶν γένος Soph. Ai. 392; τὸ μαντικόν, = μάντεις, Ant. 1042; von Thieren, ἱππεῖον 341; φιλόσοφον, χρηματιστικόν, Plat. Rep. VI, 501 e IV, 434 c u. öfter; τῶν γεωργῶν, der Stand, Tim. 17 c. – In Beziehung auf die Zeit, ἀνδρῶν γένος, Menschenalter; wie γενεά; Hom. Odyss. 3, 245 τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασϑαι γένε' ἀνδρῶν, die einzige Homerische Stelle, in welcher der plur. von γένος erscheint; – Hesiod. Op. 109 χρύσεον γένος ἀνϑρώπων, 127 γένος ἀργύρεον, 143 γένος ἀνϑρώπων χάλκειον, 159 ἀνδρῶν ἡρώων ϑεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίϑεοι προτέρῃ γενεῇ, 176 γένος σιδήρεον; – Hom. Iliad. 3, 215 γένει ὕστε-ρος, jünger. – 5) Geschlecht, als Naturun ter schi ed, sexus, Plat. Conv. 189 d u. öfter; vom Geschlecht der Wörter, Gramm. – 6) Gattung, im Ggstz der εἴδη, genus – species; Plat. Parm. 129 c, u. öfter bei Philosophen; γένει μέν ἐστι πᾶν ἕν, τὰ δὲ μέρη Plat. Phil. 12 e; dah. auch die Elemente so heißen, Tim. 55 b ff.
-
5 ἀμοιβός
ἀμοιβός, abwechselnd, ablösend, Hom. einmal, Iliad. 13, 793 οἵ ῥ' ἐξ Ἀσκανίης ἶλϑον ἀμοιβοὶ ἠοῖ τῇ προτέρῃ, als Ablösung, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμοιβοὶ οἱδιαδεξάμενοι τοὺς ἔμπροσϑεν παραγενομένους ἐπικούρους, ἤτοι οἱ ἐξ ἀμοιβῆς καὶ ἐναλλάξεως παραγεγονότες συμμαχῆσαι τοῖς Τρωσὶν ἀντὶ τῶν πρότερον συνεργούντων αὐτοῖς πολιτῶν· διὰ γὰρ τὸ ἐπὶ δέκα ἔτη τὸν πόλεμον ἀνύεσϑαι οἱ πρῶτοι, κεκμηκότες κατὰ μάχην, ἰσαρίϑμων αὐτοῖς ἄλλων ἀποστελλομένων ἀπεπέμποντο, ὡς εἰκός; vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 28; – Soph. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντιδούς Ant. 1054, als Ersatz gebend; διδασκαλίης ἀμ. Nachfolger, d. i. Anhänger der Lehre, Procl. 6 (VII, 341).
-
6 ὑπο-λείπω
ὑπο-λείπω, übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεϑλον Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι αὐτοῦ 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφϑέντες Aesch. Ag. 73; ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφϑῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσϑαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισϑοφορά.
-
7 πρότερος
πρότερος, der vor anderen od. anderen voran ist (compar. von πρό, superl.: πρῶτος), (1) von der Zeit: früher, eher, älter; mit dem Zusatz πρότερος γενεῇ, älter von Geburt; παῖδες, Kinder aus der frühern Ehe; τῇ προτέρῃ, sc. ἡμέρᾳ, am vorigen Tage; ἐμέο πρότερος, früher als ich; (2) vom Orte, weiter nach vorn, voran, weiter vorwärts; πρότεροι πόδες, Vorderfüße; (3) vom Range, von der Würde: vorangehend, vorzüglicher; πρότεροι ἡμῶν πρὸς τὰ τοῠ πολέμου, vorzüglicher als wir in Beziehung auf das Kriegswesen; neutr. πρότερον als adv.: früher, eher, vorher; πρότερον ἢ βασιλεῠσαι, vorher, ehe er König war
См. также в других словарях:
προτερῇ — προσερέω speak to fut ind mid 2nd sg (epic doric) προτερέω to be before pres subj mp 2nd sg προτερέω to be before pres ind mp 2nd sg προτερέω to be before pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρη — πρότερος before fem nom/voc sg (epic ionic) προσρέω flow towards a point imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) προτερέω to be before pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) προτερέω to be before imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρῃ — πρότερος before fem dat sg (epic ionic) προσερέσθαι ask besides aor subj mid 2nd sg (epic doric) προσερέσθαι ask besides pres subj mp 2nd sg (epic doric) προσερέσθαι ask besides pres ind mp 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
προκατάγγελσις — έλσεως, ἡ, Α [προκαταγγέλλω] πρότερη αγγελία, προειδοποίηση … Dictionary of Greek
προκατηγορία — ἡ, Α [προκατηγορῶ] πρότερη κατηγορία … Dictionary of Greek
προτέλεσμα — έσματος, τὸ, ΜΑ [προτελῶ] προτέλεσις* μσν. πρότερη καθιέρωση … Dictionary of Greek
προτερεία — ἡ, Α η πρότερη ημέρα, η προτεραία («τὸ μίσθωμα... πὰρ Fέτος ἀεὶ Πανάμου μηνὸς προτερείαι», Ηρακλεωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί προτεραία, πιθ. με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… … Dictionary of Greek
υπόβαθρο — το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα 2. (γεωλ. πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά… … Dictionary of Greek
Ισπανιόλα — (Hispaniola). Νησί (76.483 τ. χλμ., 15.784.616 κάτ. το 2001) της Κεντρικής Αμερικής, το δεύτερο σε μέγεθος των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα. Βρίσκεται στη θάλασσα της Καραϊβικής, ΝΑ της Κούβας. Πολιτικά, χωρίζεται στη Δομινικανή Δημοκρατία… … Dictionary of Greek